-
1 χαραμάδα
[харамада] ουσ. в. щель, трещина, расселина,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαραμάδα
-
2 трещина
-
3 щель
-
4 щелка
щелк||аж ἡ χαραμάδα:смотреть в \щелкау βλέπω ἀπό τή χαραμάδα -
5 фальц
1. полигр. η πτυχή, το φάλτσο (ξεν.) 2. (шов на месте соединения тонких металлических листов, полученный при их совместном загибании) η ένωση μέσω διαμόρφωσης των άκρων της λαμαρίνας, разг. η στράντζα 3 (паз) η χαραμάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фальц
-
6 щель
η χαραμάδα, η σχισμή, το άνοιγμαголосовая - анат. η γλωττίδα (το άνοιγμα στο άνω τμήμα του λάρυγγα ανάμεσα στις φωνητικές χορδές)кольцевая - рад. το κυκλικό άνοιγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щель
-
7 лазейка
лазейкаж1. ἡ σχισμή, ἡ χαραμάδα, τό ἀνοιγμα·2. перен ἡ διέξοδος, ἡ τρύπα. -
8 расщелина
расщелинаж ἡ σχισμή, ἡ ρωγμἡ, τό ρήγμα, ἡ σχισμάδα, ἡ χαραμάδα. -
9 скважина
скважинаж ἡ τρύπα (отверстие)/ ἡ χαραμάδα, ἡ σχισμή (щель):замочная \скважина ἡ κλειδαρότρυπα· бурова́я \скважина τό πηγάδι (или πηγή) ἐξόρυξης· нефтяная \скважина ἡ πε-τρελαιοπηγή. -
10 трещина
трещин||аж ἡ χαραμἀδα/ ἡ ρωγμή, τό ρήγμα (тж. перен) τό ράγισμα (в бьющихся предметах)! τό σκάσιμο (на коже):дать \трещинау прям., перен ραγίζω (άμετ.). -
11 щель
щельда;1. ἡ χαραμάδα, ἡ σχισμή·2. воен. (траншея) τό χαράκωμα, τό κατα-φύγιο[ν]· ◊ голосовая \щель анат. ἡ γλωτ-τίδα [-ίς]. -
12 трещина
[τριέστσινα] ουσ. θ. χαραμάδα, ρωγμή -
13 щель
[στσιέλ'] ουσ. θ. χαραμάδα -
14 трещина
[τριέστσινα] ουσ θ χαραμάδα, ρωγμή -
15 щель
[στσιέλ'] ουσ θ χαραμάδα -
16 надрыв
-а α.1. σχίσιμο, σχίσμα.2. σχισμή• χαραμάδα.3. μτφ. σπασμός.4. μτφ. σπαραγμός, συντριβή• ξέσπασμα• ράγισμα. -
17 паз
-а, προθτ. о пазе, в пазу, πλθ. пазы α.1. χαραμάδα, σχισμή.2. (τεχ.) υποδοχή, αυλακιά λακκούβα. -
18 подворотня
-и θ.1. το κατώφλι της πύλης. || χαραμάδα μεταξύ πύλης και γης.2. διάκενο• πέρασμα. -
19 притвор
-а α.1. το παρά τον πυλώνα μέρος της εκκλησίας.2. θυρόφυλλο, παραθυρόφυλλο.-3. ραφή, χαραμάδα (σημείο σύμπτυξης) θυρόφυλλων ή παραθυρόφυλλων. -
20 проникнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. проник, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. проникший κ. проникнувшийρ.σ.1. διεισδύω, εισχωρώ, εισέρχομαι, μπαίνω•в щель -ик свет από τη χαραμάδα μπήκε φως•
проникнуть в глубину пустыни εισχωρώ βαθιά μέσα στην έρημο•
проникнуть туда очень трудно να διεισδύσεις εκεί είναι πολύ δύσκολο.
|| μτφ. γίνομαι κτήμα•идеи -ли в массы οι ιδέες εισχώρησαν στις μάζες.
2. εισδύω, μπαίνω κρυφά τρυπώνω.πιστεύω, είμαι πεπεισμένος• είμαι διαποτισμένος• κατέχομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαραμάδα — η σχισμή τοίχου, πόρτας κ.ά. Κοίταξε από τη χαραμάδα της πόρτας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαραμάδα — και δ. γρφ. χαραμίδα, η, Ν επίμηκες άνοιγμα, σχισμή ή μικρό κενό διάστημα κατά την αρμογή τών τμημάτων ενός όλου ή ως αποτέλεσμα βλάβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραμα + κατάλ. άδα (πρβλ. σκισμ άδα), ενώ ο τ. χαραμίδα με κατάλ. ίδα (πρβλ. σταλαμ ίδα)] … Dictionary of Greek
αραλίκι — το 1. χαραμάδα, ραγισματιά 2. ανάπαυση, νωθρότητα, τεμπελιά 3. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία 4. άνεση, ευρυχωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. aralik «μέσον, διάστημα τόπου και χρόνου»] … Dictionary of Greek
αρμός — ο (AM ἁρμός) 1. η συναρμογή δύο αντικειμένων 2. η άρθρωση ή η κλείδωση των οστών νεοελλ. 1. ρωγμή, χαραμάδα 2. κορυφή βουνού ή λόφου αρχ. το μάνταλο της θύρας … Dictionary of Greek
κλειθρία — κλειθρία, ιων. τ. κληϊθρίη, ἡ (Α) [κλείθρον] (ενν. οπή) 1. η οπή τής κλειδωνιάς, η κλειδαρότρυπα 2. σχισμή, χαραμάδα πόρτας («δείξας τῇ χειρὶ πόρρωθεν ἀμαυρόν τι καὶ λεπτόν ὥσπερ διὰ κλειθρίας ἐσρέον φῶς», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κλειθρίδιον — κλειθρίδιον, τὸ (Α) 1. μικρή οπή κλειδαριάς 2. μικρή χαραμάδα πόρτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. λαγω ίδιον, νυμφ ίδιον] … Dictionary of Greek
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
σκασιματιά — η, Ν 1. άνοιγμα σε μήκος τής επιφάνειας στερεού σώματος, σκάσιμο, ράγισμα 2. σχισμάδα, χαραμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάσιμο, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. λαβωματ ιά, σταλαγματ ιά)] … Dictionary of Greek
στοκάρω — Ν καλύπτω επιφάνεια ή ανωμαλία ή φράζω οπή ή χαραμάδα με στόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. stoccare (βλ. λ. στόκος)] … Dictionary of Greek
στουπώνω — και στυπώνω Ν [στουπί / στυπείο] 1. φράζω οπή ή χαραμάδα με στουπί 2. τοποθετώ στυπόχαρτο σε χειρόγραφο για να απορροφηθεί το μελάνι 3. στουμπώνω, παραγεμίζω … Dictionary of Greek
χάλασμα — άσματος, το, ΝΑ [χαλῶ] νεοελλ. 1. το να χαλάει, να καταστρέφεται κάτι 2. κατεδάφιση 3. ερείπιο («βγήκε σαν φάντασμα από τα χαλάσματα») 4. (για τρόφιμα) αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη 5. (για καιρικές συνθήκες) επιδείνωση αρχ. 1. κατάσταση χαλάρωσης… … Dictionary of Greek